Το κλινικό φάσμα της νόσου COVID-19 κυμαίνεται από ήπια ασθένεια με μη-συγκεκριμένα συμπτώματα οξείας αναπνευστικής νόσου, έως σοβαρή πνευμονία με αναπνευστική ανεπάρκεια και σηπτικό σοκ. Έχουν επίσης αναφερθεί περιπτώσεις ασυμπτωματικής μόλυνσης με COVID-19.
Ο κορονοϊός σε γενικές γραμμές μεταδίδεται κυρίως σε άτομα που είχαν παρατεταμένη, απροστάτευτη στενή επαφή με έναν ήδη ασθενή με συμπτωματική επιβεβαιωμένη νόσο COVID-19 και σε άτομα που ζουν ή έχουν πρόσφατα επισκεφθεί σε περιοχές με εκτεταμένη διασπορά του ιού.
Ποια σωματικά υγρά μπορούν να μεταδώσουν τον ιό
Υπάρχουν πολύ περιορισμένα στοιχεία σχετικά με την ανίχνευση του SARS-CoV-2 και του λοιμογόνου ιού σε κλινικά δείγματα. Το RNA του SARS-CoV-2 έχει ανιχνευθεί σε δείγματα άνω και κάτω αναπνευστικής οδού, ενώ ο κορονοϊός έχει εντοπιστεί και σε δείγματα της ανώτερης αναπνευστικής οδού, σε βρογχοκυψελιδικό υγρό (από τους πνεύμονες), αλλά και στα δάκρυα των ματιών.
Το RNA του SARS-CoV-2 ανιχνεύθηκε επίσης σε δείγματα αίματος και κοπράνων, αλλά είναι αγνωστό αν υπάρχει λοιμώδης ιός σε εξωπνευμονικά δείγματα. Η διάρκεια της ανίχνευσης RNA του SARS-CoV-2 σε δείγματα άνω και κάτω αναπνευστικής οδού και σε εξωπνευμονικά δείγματα δεν είναι ακόμη γνωστή, αλλά μπορεί να είναι αρκετές εβδομάδες ή και περισσότερο.
Ο κορονοϊός έχει εντοπιστεί επίσης σε δείγματα αίματος, ούρων και κοπράνων. Δεν είναι ακόμη γνωστό αν άλλα μη αναπνευστικά υγρά του σώματος από ένα μολυσμένο άτομο, συμπεριλαμβανομένου του εμετού, του μητρικού γάλακτος ή του σπέρματος μπορούν να περιέχουν βιώσιμο και μολυσματικό SARS-CoV-2.
Πηγή: iatropedia.gr